- κακοφρονῶν
- κακοφρονέωbear ill-willpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοφρόνων — κακόφρων ill minded gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφρονώ — κακοφρονῶ, έω (AM) [κακόφρων] μέσ. περιφρονώ, καταφρονώ αρχ.) 1. είμαι κακόφρων, δυσμενής, έχω κακό φρόνημα, έχω κακές διαθέσεις («καὶ τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων», Αισχύλ.) 2. είμαι ανόητος, άφρων, άμυαλος … Dictionary of Greek
μελίζω — (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω) κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι … Dictionary of Greek